- καμώνομαι
- καμώνομαι, καμώθηκα βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καμώνομαι — καμώθηκα 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι: Καμώθηκε τον άρρωστο και γλίτωσε τις ασκήσεις. 2. δε μιλώ, σιωπώ: Όταν εγώ μιλώ, εσύ να καμώνεσαι. 3. κάνω νάζια: Πες το ναι τώρα και μην καμώνεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
καμώνω — (Μ καμώνω) μέσ. καμώνομαι 1. υποκρίνομαι, προσποιούμαι («τότε καμώθηκε πως ήταν άρρωστος») 2. ακκίζομαι, κάνω νάζια 3. σιωπώ, μένω άφωνος, δεν μιλώ («όταν μιλώ εγώ, εσύ να καμώνεσαι») μσν. αροτριώ, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔ καμ ον τού κάμνω +… … Dictionary of Greek
μαργιολεύω — [μαργιόλης] κάνω μαργιολιές, πονηρεύομαι, καμώνομαι, εξαπατώ, κάνω νάζια, καμώματα, μηχανεύομαι τεχνάσματα … Dictionary of Greek
προσποιούμαι — προσποιοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, έω, Α καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek
στεύμαι — Α (επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος … Dictionary of Greek
ακκίζομαι — ίστηκα, καμαρώνω, καμώνομαι, κάνω νάζια: Δεν την έκανε πια παρέα, γιατί είδε πως της άρεσε να ακκίζεται και να φλυαρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποκρίνομαι — υποκρίθηκα 1. μτβ. (ως ηθοποιός), παρασταίνω πρόσωπο στη θεατρική σκηνή, υποδύομαι, παίζω το ρόλο κάποιου προσώπου: Υποκρίνεται την Ιουλιέτα στην τραγωδία του Σαίκσπηρ. 2. προσποιούμαι, παίρνω ξένο ύφος, καμώνομαι: Υποκρίνεται το σπουδαίο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)